- μωρολόγος
- α, ο [ος , ον ] говорящий глупости, несущий вздор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μωρολόγος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρολόγος — α, ο (ΑΜ μωρολόγος, ον, Μ και μωρόλογος, η, ον) αυτός που λέει μωρίες, ανοησίες («ὅσοι δὲ ἐκ τῶν πλευρῶν περίογκοί εἰσιν, οἷον πεφυσημένοι, λάλοι καί μωρολόγοι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + λόγος*] … Dictionary of Greek
μωρολόγον — μωρολόγος masc/fem acc sg μωρολόγος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρολόγους — μωρόλογος speaking foolishly masc/fem acc pl μωρολόγος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρολόγων — μωρόλογος speaking foolishly masc/fem/neut gen pl μωρολόγος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρόλογον — μωρόλογος speaking foolishly masc/fem acc sg μωρόλογος speaking foolishly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρολόγοι — μωρολόγος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
αβδηρολόγος — ἀβδηρολόγος, ον (Α) μωρολόγος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἄβδηρα + λόγος < λέγω] … Dictionary of Greek
αλαφρόλογος — η, ο αυτός που λέει ελαφρά, επιπόλαια λόγια, ο μωρολόγος, φαφλατάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + λόγος < λέγω] … Dictionary of Greek
κενολόγος — ο (ΑΜ κενολόγος, ον) αυτός που μιλά χωρίς νόημα, ματαιολόγος, αερολόγος, μωρολόγος, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. κουφο λόγος, λεπτο λόγος] … Dictionary of Greek